διαρπάζει

διαρπάζει
διαρπάζω
tear in pieces
pres ind mp 2nd sg
διαρπάζω
tear in pieces
pres ind act 3rd sg
διαρπάζω
tear in pieces
pres ind mp 2nd sg
διαρπάζω
tear in pieces
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιερόσυλος — η, ο (Α ἱερόσυλος, ον) το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο ιερόσυλος, η ιερόσυλος και ιερόσυλη αυτός που διαρπάζει ή κλέβει ιερά αντικείμενα από ναό, αγιογδύτης νεοελλ. ανευλαβής, ανόσιος, ανοσιουργός, βέβηλος αρχ. (για πράγματα) αυτός που προέρχεται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”